Με μία σπασμωδική πολιτικά κίνηση που είναι πολύ πιθανό να αποδειχτεί θρυαλλίδα σοβαρών εξελίξεων για το κυβερνητικό και κομματικό οργανισμό της Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης αποφάσισε το απόγευμα του Σαββάτου (16/11) να διαγράψει τον Αντώνη Σαμαρά.
Αφορμή –και όχι, φυσικά, η αιτία– στάθηκε η συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού της χώρας και πρώην προέδρου της «γαλάζιας» παράταξης στην εφημερίδα το «Βήμα της Κυριακής» (σ.σ. πρόκειται να κυκλοφορήσει αύριο Κυριακή) στην οποία ο Αντώνης Σαμαράςαφενός πρότεινε για επόμενο Πρόεδρο Δημοκρατίας τον Κώστα Καραμανλή αφετέρου ζήτησε την παραίτηση του Γιώργου Γεραπετρίτη, με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών ότι δεν τον ενοχλεί να χαρακτηριστεί «μειοδότης» στο όνομα της διατήρησης των ήρεμων ελληνοτουρκικών νερών.
Το τι ενόχλησε τόσο πολύ τους επιτελάρχες της Ηρώδου Αττικού και το πρωθυπουργικό γραφείο και οδηγήθηκαν στο απονενοημένο διάβημα της διαγραφής Σαμαρά αποτυπώθηκε σε μία ανακοίνωση 250 λέξεων που αναφέρει τα εξής:
«Έχουμε πει πολλές φορές ότι οι πρώην Πρωθυπουργοί έχουν το ειδικό προνόμιο να διατυπώνουν κατά καιρούς τις απόψεις και τις ανησυχίες τους για ζητήματα πολιτικής. Ο κ. Σαμαράς, στην τελευταία συνέντευξή του, ωστόσο, δεν διατύπωσε απόψεις. Αλλά εξέφρασε την πλήρη διαφωνία του στο σύνολο της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής.
»Επιπλέον, με τρόπο ανοίκειο και προκλητικό, υιοθέτησε ακραία ψεύδη, διαστρεβλώνοντας δηλώσεις του Υπουργού Εξωτερικών οι οποίες έχουν διευκρινιστεί κατ’ επανάληψη και αναλυτικά. Έφτασε, μάλιστα, στο σημείο να ισχυριστεί ότι ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας και ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας “χαριεντίζονταν” με τον Πρόεδρο της Τουρκίας και τον Πρωθυπουργό της Αλβανίας.
»Τέλος, η άκαιρη συζήτηση στην οποία επέμεινε γύρω από την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας συνιστά προσβολή για το πρόσωπο και τον θεσμό του αρχηγού του κράτους. Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να γίνουν ούτε ανεκτά, ούτε αποδεκτά.
»Η κοινωνία έχει αφήσει πίσω, εδώ και χρόνια, λογικές πολιτικής “καμαρίλας” και συμπεριφορές που διαπνέονται από το κομματικό “γινάτι”. Όσοι, δε, οραματίζονται μία συρρικνωμένη ΝΔ στο μέτρο του 18%, ας αναλογιστούν ότι, με τη στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη, η Νέα Δημοκρατία κέρδισε μέχρι σήμερα τρεις εθνικές εκλογές με ποσοστά της τάξεως του 40%.
»Ως εκ τούτου, ο κ. Σαμαράς, με τη σημερινή συνέντευξή του, θέτει εαυτόν, για δεύτερη φορά μετά το 1993, εκτός Νέας Δημοκρατίας. Εξάλλου, αυτό επεδίωξε. Αυτή τη φορά, όμως, η ιστορία δεν θα επαναληφθεί. Η Κυβερνητική πλειοψηφία συνεχίζει σταθερά την πορεία της, χωρίς τον κ. Σαμαρά. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να παίζει με τη σταθερότητα της πατρίδας σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς.».
Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με τις τοποθετήσεις του Αντώνη Σαμαρά είναι ξεκάθαρο ότι η επιχειρηματολογία που επικαλείται το Μέγαρο Μαξίμου για να δικαιολογήσει τη διαγραφή του Μεσσήνιου πρώην πρωθυπουργού πάσχει από… επιχειρήματα.
Κατά πρώτον, λανθασμένα υποστηρίζεται ότι στην τελευταία συνέντευξή του «ο κ. Σαμαράς δεν διατύπωσε απόψεις, αλλά εξέφρασε την πλήρη διαφωνία του στο σύνολο της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής».
Η αλήθεια είναι ότι και σε αυτή του τη συνέντευξη στο «ΒΗΜΑ» και σε όλες τις προηγούμενες δημόσιες παρεμβάσεις του (ΜΜΕ, εκδηλώσεις, κοινοβούλιο, κομματικό συνέδριο) ο Αντ. Σαμαράς διατύπωσε τις πάγιες απόψεις του για συγκεκριμένα κομμάτια της κυβερνητικής πολιτικής που αφορούν τα εθνικά θέματα και τις νομοθετήσεις που διέπονται από ακραίο δικαιωματισμό. Όλες τις προηγούμενες φορές η ηγεσία της Ν.Δ. έκρινε ότι τα λεγόμενα Σαμαράδεν δικαιολογούσαν διαγραφή.
Γιατί τώρα που ο Σαμαράς είπε ακριβώς τα ίδια, η αντίδραση ήταν ακραία, τις επεξηγήσεις τις οφείλει η Ηρώδου Αττικού και πρέπει να είναι πειστικές.
Άλλωστε, για το σύνολο, για την μεγάλη εικόνα της «γαλάζιας» διακυβέρνησης, στο Μαξίμου προφανώς ξεχνούν ότι ο Μεσσήνιος βρέθηκε στην πρώτη γραμμή κάθε προεκλογικού αγώνα (εθνικές εκλογές, δημοτικές-περιφερειακές, ευρωεκλογές) για την προώθηση του προγραμματικού λόγου της παράταξης.
Το έκανε δε με τόσο αποτελεσματικό τρόπο ο Μεσσήνιος που χάρη στις ακατάπαυστες περιοδείες του βάφτηκε «γαλάζια» η Περιφέρεια Πελοποννήσου με την εκλογή του Δημήτρη Πτωχού, όταν οι άλλες περιφέρειες χάθηκαν για την Νέα Δημοκρατία παρά την κινητοποίηση του κομματικού μηχανισμού.
Κατά δεύτερον, ο Αντώνης Σαμαράς ούτε διαστρέβλωσε δηλώσεις του Γ. Γεραπετρίτη ούτε υιοθέτησε ακραία ψεύδη εναντίον του. Αντιθέτως επικαλέστηκε δηλώσεις που όντως έκανε ο Έλληνας ΥΠ.ΕΞ. αναρωτώμενος το απολύτως εύλογο: για ποιο λόγο να χαρακτηριστεί μειοδότης κάποιος που ακολουθεί τη σταθερή εθνική γραμμή;
Τρίτον, παντελώς στρεβλά υποστηρίζεται από το Μαξίμου ότι ο Αντώνης Σαμαράς επέμεινε γύρω από την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς ο πρώην πρωθυπουργός το μόνο που έκανε ήταν να απαντήσει σε σχετική δημοσιογραφική ερώτηση, όντας μάλιστα πολύ προσεκτικός στη διατύπωσή του, αποκλείοντας το ενδεχόμενο να προταθεί ο ίδιος από τον Κυρ. Μητσοτάκη για την Προεδρία της Δημοκρατίας και σημειώνοντας ότι καλύτερη επιλογή θεωρεί τον Κώστα Καραμανλή.
Άλλωστε, από την εκλογή του ανώτατου άρχοντα της χώρας απέχουμε περίπου 60 ημέρες και ακούγεται τουλάχιστον παράδοξη πολιτικά η επιβολή σιωπητηρίου για ένα μείζον πολιτικό θέμα.
Οι υπόλοιπες ειρωνικές αναφορές που εμπεριέχονται στην ανακοίνωση δημοσιοποίησης της διαγραφής Σαμαρά και κάνουν απαξιωτικά λόγο για «κομματικό “γινάτι”», για τη «Ν.Δ. του 18%» και για αυτόβουλη έξοδο του Σαμαρά από τη Νέα Δημοκρατία για δεύτερη φορά μετά το 1993, μάλλον γράφτηκαν για να… πικάρουν τον Μεσσήνιο και ελάχιστα πατούν σε πραγματικά δεδομένα.
Η ιστορική πραγματικότητα και η κοινή λογική λέει τα εξής:
>> Ο Μεσσήνιος δεν διεκδίκησε κανένα οφίτσιο, δήλωνε πάντα απλός στρατιώτης της παράταξης κι αν είχε κάποιο «γινάτι» με τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν θα τον είχε κάνει πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας το Ιανουάριο του 2016, δεδομένου ότι στον πρώτο γύρο των εσωκομματικών εκλογών ο Μητσοτάκης είχε έρθει δεύτερος με 11 και πλέον μονάδες διαφορά πίσω από τον πρώτο Βαγγέλη Μεϊμαράκη.
>> Το 18% που πήρε η Ν.Δ. το 2012 το κατάφερε σε μια εξαιρετικά τοξική περίοδο για τη χώρα καταφέρνοντας έστω κι έτσι να φέρει στη γαλάζια κάλπη 1.192.103 ψήφους, όταν η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη προσέλκυσε στις τελευταίες ευρωεκλογές 65.000 ψήφους λιγότερες ρίχνοντας το κόμμα από το 41% στο 28,31%
>> Το 1993 ο Αντώνης Σαμαράς δεν διεγράφη από τη Ν.Δ. όπως λανθασμένα υποστηρίχτηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, αλλά αποχώρησε από την παράταξη –παρά τις απέλπιδες προσπάθειες της κυρίας Μπακογιάννη να τον πείσει να παραμείνει στο κόμμα– εξαιτίας εθνική συνείδησης για το μακεδονικό ζήτημα και την ονοματοδοσία των Σκοπίων, που ο πατέρας Μητσοτάκης έλεγε ότι σε 10 χρόνια θα έχει ξεχαστεί, αλλά συνεχίζει να ταλαιπωρεί μέχρι σήμερα τη χώρα.
>> Σημαντικό, τέλος, γεγονός που καταδεικνύει πόσο ο Αντώνης Σαμαράς ήταν προσηλωμένος στην παράταξη, είναι πως όταν έσκασε η πρόσφατη υπόθεση των υποκλοπών και πληροφορήθηκε ότι παρακολουθούνταν τα τηλέφωνά του εκείνος ουδέποτε έθεσε θέμα, ούτε καν διαμαρτυρήθηκε για κάτι, έστω κι αν είχε το απόλυτο δικαίωμα να αναδείξει το περιστατικό όντας άμεσα θιγόμενος.
Είναι προφανές ότι η επόμενη ημέρα στη Νέα Δημοκρατία δεν θα είναι ανέφελη. Πιθανόν στην Ηρώδου Αττικού θεωρούν ότι με τον αποκεφαλισμό Σαμαρά και την επίδειξη δύναμης θα κατευνάσουν κάθε αντίθετη φωνή στο εσωτερικό του κόμματος που έχει αντίστοιχες με του Μεσσήνιου ενστάσεις για την ακολουθούμενη κυβερνητική πολιτική.
Είναι ισχυρή η αίσθηση ότι θα συμβεί ακριβώς το αντίθετο, καθώς στη χωρία των κοινοβουλευτικών κομμάτων που είχαν σοβαρούς εσωκομματικούς τριγμούς (βλ. ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) εντάσσεται πλέον και η Νέα Δημοκρατία, που για να μην ξεχνιόμαστε με τη διαγραφή Σαμαρά θα μετράει στη Βουλή 155 βουλευτές.
Τελευταίο αλλά όχι έλασσον: το απονενοημένο πολιτικό διάβημα της διαγραφής Σαμαρά, δίνει την ευκαιρία στα «γεράκια» της Άγκυρας να πιστέψουν ότι στη σχέση τους με την Ελλάδα έχουν πλέον έναν πονοκέφαλο λιγότερο, δεδομένου ότι ο πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας ήταν εκείνος που έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους σε ό,τι αφορά τα ελληνοτουρκικά και το αφήγημα περί ήρεμων νερών.
Από την Αποψη