Στο πλαίσιο της καλής συνεργασίας και της υποστηρικτικής λειτουργίας της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου προς τους Δήμους Δωδεκανήσου και Κυκλάδων, τη σύναψη Προγραμματικής Σύμβασης μεταξύ Περιφέρειας και Δήμου Λέρου για την υλοποίηση του έργου “ Επέκταση και εκσυγχρονισμός κτιρίου σφαγείου και εξοπλισμού σφαγείου Δήμου Λέρου», ενέκρινε το Περιφερειακό Συμβούλιο, κατά την συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 2019, κατόπιν εισήγησης του Επάρχου Καλύμνου, Γιάννη Θεμέλαρου.
Το κτίριο των σφαγείων της Ν. Λέρου βρίσκεται στην περιοχή Παρθένι στο Δήμο Λέρου. Σύμφωνα με την υφιστάμενη κατάσταση λειτουργεί με μία μόνο γραμμή για αιγοπρόβατα.
Με την υλοποίηση του έργου προβλέπεται να κατασκευαστεί επιπλέον γραμμή για βοοειδή και χοιρινά προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους κτηνοτρόφους του νησιού να διοχετεύουν τα σφαγεία τους τόσο στην Δωδεκανησιακή αγορά όσο και εκτός συνόρων του Νομού.
Η κατασκευή συνεπάγεται την εγκατάσταση όλου του σφαγειοτεχνικού εξοπλισμού των ψυκτικών θαλάμων και του λοιπού βοηθητικού εξοπλισμού.
Στα πλαίσια αυτά θα κατασκευαστεί επέκταση του κτιρίου του σφαγείου σε συνέχεια του υφιστάμενου κτιρίου, προκειμένου οι χώροι να είναι άρτια λειτουργικοί για την σωστή λειτουργία του σφαγείου.
Σκοπός της Προγραμματικής Σύμβασης η οποία θα συνυπογραφεί από τον Περιφερειάρχη Νοτίου Αιγαίου, Γιώργο Χατζημάρκο και τον Δήμαρχο Λέρου, Μιχάλη Κόλια, είναι η αρτιότερη και συντομότερη δυνατή υλοποίηση του παραπάνω έργου, με σκοπό την προσθήκη νέας γραμμής, την επέκταση και τον εκσυγχρονισμό του κτιρίου σε συνέχεια του υφισταμένου κτιρίου, καθώς και τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού του σφαγείου, προκειμένου αυτό να καταστεί κατάλληλα λειτουργικό.
Η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου είναι ο φορέας χρηματοδότησης του έργου και φέρει την ευθύνη χρηματοδότησης του έργου μέχρι του ποσού των 300.796,47 € συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Ο Δήμος Λέρου αναλαμβάνει την υλοποίηση του έργου.
Το έργο είναι ενταγμένο στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων οικονομικού έτους 2019 της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου.
Η χρονική διάρκεια της Προγραμματικής Σύμβασης ορίζεται σε τριακόσια εξήντα πέντε (365) ημερολογιακές ημέρες και αρχίζει από την υπογραφή της.