Του Μηνά Λυριστή
Υπ. ∆ιδάκτωρ ∆ιεθνούς Πολιτικής Τµήµα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήµιο Αιγαίου –
Τη χρονιά που µας πέρασε, το µείζον ενεργειακό ζήτηµα στη Μέση Ανατολή ήταν η µείωση του πετρελαίου του Οργανισµού Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (ΟΠΕΚ), καθώς η παγκόσµια οικονοµία εισήλθε σε µια περίοδο “αυξηµένης αβεβαιότητας και αυξανόµενων προκλήσεων” .
Τον Οκτώβριο του 2022, ο ΟΠΕΚ µείωσε την ετήσια πρόβλεψή του σχετικά µε την αύξηση της παγκόσµιας ζήτησης πετρελαίου, για τέταρτη φορά από τον Απρίλιο, ενώ ακόµη περιόρισε το ποσοστό του τρέχοντος έτους, επικαλούµενος την επιβράδυνση των οικονοµιών, την αναζωπύρωση των µέτρων περιορισµού του COVID-19 στην Κίνα, αλλά και τον υψηλό πληθωρισµό.
Από την άλλη πλευρά, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022 αποτελεί έναν παράγοντα που αυξάνει τη σηµασία της Μέσης Ανατολής αναφορικά µε τις περιφερειακές και παγκόσµιες ενεργειακές πολιτικές.
Ιδιαίτερα στην ευρωκεντρική ενεργειακή κρίση, που ξεκίνησε λίγο πριν από την επέµβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι ενεργειακοί πόροι της Μέσης Ανατολής άρχισαν να εξετάζονται ως εναλλακτική λύση.
Αυτό, αναπόδραστα επέφερε την αύξηση της σηµασίας της Μέσης Ανατολής στην παγκόσµια πολιτική. Στην πραγµατικότητα, το κενό που άφησαν οι ΗΠΑ στην περιφερειακή πολιτική του 2022 αξιολογείται ως έτος όπου η Κίνα προσπάθησε να βρεθεί στο επίκεντρο. Η Μέση Ανατολή κατέχει σηµαντική θέση στην «Πρωτοβουλία µιας Ζώνης και ενός ∆ρόµου» (Belt and Road Initiative)2 που σχεδιάστηκε από την Κίνα ως ο «Νέος ∆ρόµος του Μεταξιού».
Η Κίνα προσπαθεί να γίνει µια αποτελεσµατική δύναµη στην ενεργειακή πολιτική, καθώς και στην εµπορική γραµµή που θέλει να δηµιουργήσει. Συναφώς, η Μέση Ανατολή είναι µια απαραίτητη πηγή ενέργειας για την Κίνα. Η Κίνα αποτελεί το µεγαλύτερο εισαγωγέα πετρελαίου στον κόσµο, εισάγοντας περισσότερα από 10 εκατοµµύρια βαρέλια αργού πετρελαίου την ηµέρα, τα µισά από τα οποία προέρχονται από χώρες της Μεσης Ανατολής. Σύµφωνα µε τον Εκπαιδευτικό, Πολιτιστικό και Επιστηµονικό Οργανισµό του Αραβικού Συνδέσµου, το εµπόριο µεταξύ των σινο-αραβικών χωρών έχει αυξηθεί σχεδόν 10 φορές τα τελευταία 17 χρόνια.
Ο όγκος του εµπορίου µεταξύ των δύο πλευρών αυξήθηκε από 36,7 δισεκατοµµύρια δολάρια το 2004, όταν ιδρύθηκε το Φόρουµ Συνεργασίας Κίνας-Αραβίας, σε 330 δισεκατοµµύρια δολάρια το 2022. Εξετάζοντας τα στοιχεία του 2022, παρατηρείται µείωση στο αργό πετρέλαιο που εισάγει η Κίνα από τη Ρωσία σε σύγκριση µε το πρώτο τρίµηνο του 2022. Το 2022 παρατηρείται σηµαντική αύξηση των ποσοστών εισαγωγών από χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως το Ιράκ, τα Ηνωµένα Αραβικά Εµιράτα, το Οµάν και το Κουβέιτ. Το Στενό του Ορµούζ χρησιµοποιείται ως οδός διέλευσης προκειµένου να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες.
Πολύ σηµαντική ενέργεια, επίσης, ήταν η διοργάνωση από το Πεκίνο µιας συνόδου κορυφής Κίνας και Αραβικών χωρών στο Ριάντ, την πρωτεύουσα της Σαουδικής Αραβίας, το ∆εκέµβριο του 2022. Σε αυτό το σηµείο, µια από τις πιο σηµαντικές χώρες είναι το Ιράκ. Μετά τη διεξαγωγή των εκλογών στο Ιράκ το 2021, µια νέα κυβέρνηση θα µπορούσε ενδεχοµένως να σχηµατιστεί σε περισσότερο από ένα χρόνο.
Ενώ ο νέος πρωθυπουργός του Ιράκ, Μοχάµεντ Σία Εσ-Σουδάνι, έκανε -πρώτα- βήµατα στην εσωτερική πολιτική, φαίνεται να συνεχίζει την προσέγγιση της «ισορροπίας στην εξωτερική πολιτική», η οποία έτεινε να γίνει πιο ορατή κατά την περίοδο του Μουσταφά Αλ-Καζέµι. Η συµµετοχή του Σουντανί στη Σύνοδο Κορυφής Κίνας-Αραβικών χωρών και οι δηλώσεις που έκανε εκεί υπήρξαν αξιοσηµείωτες. Ο Σουντανί εξέφρασε την προθυµία του το Ιράκ να αποτελέσει µέρος του «Νέου ∆ρόµου του Μεταξιού».
Σε αυτό το σηµείο, δεν θα ήταν λάθος να πούµε ότι το Ιράκ προσπαθεί να ανακουφιστεί οικονοµικά και εν τέλει κοινωνικά µέσω της συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή. Για δεκαετίες, η Μέση Ανατολή αντλούσε τον πλούτο της από τα άφθονα αποθέµατα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ωστόσο, οι χώρες της Μέσης Ανατολής άρχισαν τα τελευταία χρόνια να ακολουθούν το παγκόσµιο πρότυπο για τις ανανεώσιµες πηγές ενέργειας. Η µελέτη «Ενεργειακή µετάβαση στη Μέση Ανατολή» δείχνει ότι το µείγµα ενέργειας στις χώρες της Μέσης Ανατολής κυριαρχείται από τη θερµική ενέργεια, η οποία αντιπροσώπευε πάνω από το 90% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας το 2022, µε κύρια πηγή καυσίµου το φυσικό αέριο.
Παρά την έλλειψη ενεργειακών πολιτικών και τεχνολογίας για τις ανανεώσιµες πηγές ενέργειας στην περιοχή τους, οι οικονοµικά ισχυρές χώρες του Κόλπου, όπως το Κατάρ και τα ΗΑΕ, έχουν αναλάβει σηµαντικές πρωτοβουλίες για την επιβολή πολιτικών στους επιµέρους τοµείς τους.
Ένα τέτοιο παράδειγµα είναι η ρυθµιστική πολιτική για τις υποδοµές φόρτισης ηλεκτρικών οχηµάτων (EV) που κυκλοφόρησε από το Υπουργείο Ενέργειας του Άµπου Ντάµπι τον Μάιο του 2022, µε στόχο τη δηµιουργία ενός συγκεκριµένου πλαισίου για την ιδιοκτησία και τη διαχείριση των EVS. Το 2023, η Μέση Ανατολή θα πρέπει να αναδιαµορφώσει το µίγµα πηγών ενέργειας που διαθέτει. Καθώς η παγκόσµια ζήτηση πετρελαίου το 2023 θα αυξηθεί κατά 2,25 εκατοµµύρια βαρέλια την ηµέρα (bpd), ή περίπου 2,3%, σύµφωνα µε έκθεση της McKinsey, η περιοχή πρέπει να βρει έναν άλλο τρόπο παραγωγής ενέργειας.
Οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου στην περιοχή θα πρέπει να διερευνήσουν βιώσιµα υποκατάστατα των σηµερινών µεθόδων παραγωγής ενέργειας, διαφοροποιώντας τα περιουσιακά τους στοιχεία, διοχετεύοντας κεφάλαια στην ανάπτυξη ανανεώσιµων τεχνολογιών, όπως η ηλιακή, η αιολική, η πυρηνική, η υδροηλεκτρική και η βιοενέργεια. Υπό αυτό το πρίσµα, οι τεχνολογίες δέσµευσης εκποµπών για καθαρό περιβάλλον είναι αυτές που θα διαδραµατίσουν καθοριστικό ρόλο στη µείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων των δραστηριοτήτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στη Μέση Ανατολή τα επόµενα χρόνια.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άμυνα και Διπλωματία