Κατά την αρχαιότητα, η Ρόδος ήταν μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές πόλεις της Μεσογείου και είχε κερδίσει το σεβασμό του μεσογειακού κόσμου.
Ωστόσο εκτός από τον πολιτισμό και το εμπόριο της έγινε διάσημη για ένα άγαλμα, που έμεινε στην ιστορία γνωστό ως Κολοσσός, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα κατασκευάστηκε πριν από το 280 π.Χ. για να δώσει τις ευχαριστίες στους θεούς που παρέδωσαν την πόλη ασφαλή μετά από μια Μακεδονική πολιορκία.
Το άγαλμα ήταν μια απτή απόδειξη του πλούτου και της τεχνολογίας της Ρόδου. Ο Κολοσσός σύμφωνα με τον Φίλωνα τον Βυζάντιο ήταν κατασκευασμένος από 15 τόνους μπρούντζου και 9 τόνους σιδήρου. Όμως, οι αληθινές ποσότητες πρέπει ήταν πολύ μεγαλύτερες.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το Άγαλμα της Ελευθερίας στην Νέα Υόρκη έχει το ίδιο περίπου μέγεθος και βάρος 225 τόνους, ο Κολοσσός πρέπει να είχε ανάλογο βάρος.
Δυστυχώς, όμως, γύρω στο 222 π.Χ., πιθανόν 58 χρόνια μετά τα αποκαλυπτήρια, ο Κολοσσός κατέρρευσε, καθώς τα γόνατά του τσακίστηκαν από ένα τρομερό σεισμό, ενώ πέφτοντας λέγεται ότι γκρέμισε 30 σπίτια. Όμως τι ακριβώς έγινε;
Η αρχαία ακρόπολη της Ρόδου βρίσκεται σε ένα χαμηλό λόφο (Άγιος Στέφανος ή Μόντε Σμιθ) δυτικά του κέντρου της σύγχρονης πόλης, που σχηματίστηκε γεωλογικά από πρόσφατη ανύψωση και μετακίνηση τεμαχών.
Η απόσταση της κίνησης μπορεί να υπολογιστεί από το ύψος των βράχων που ήταν κοντά στη στάθμη της θάλασσας κατά τo Πλειστόκαινο, αλλά τώρα βρίσκεται σε υψόμετρο μέχρι 110 μέτρων.
Αυτές οι ομαλές πλαγιές τερματίζουν στην βορειοδυτική πλευρά σε απότομους γκρεμούς, οι οποίοι σχηματίστηκαν από ένα υπεράκτιο ρήγμα που είναι παράλληλο προς την ακτή. Η πρόσφατη αυτή ανύψωση έχει φθάσει στο μέγιστο της – 270 μέτρα, στο Όρος Φιλέρημο, το οποίο μπορεί να δει κανείς προς τα δυτικά.
Η ακρόπολη ήταν αρχικά καλυμμένη από πέτρωμα το οποίο όμως εξορύχτηκε εκτενώς ως δομικό υλικό, ενώ τα θεμέλια των μεγάλων κτιρίων βρίσκονται σε ιζηματογενή πετρώματα του Πλειόκαινου.
Η βόρεια ακτή της Ρόδου έχει καταγράψει πολλές αλλαγές στην αρχαία στάθμη της θάλασσας. Πολλά από τις παράκτια λατομεία, τα οποία πιστεύεται ότι είναι ρωμαϊκά, έχουν βυθιστεί σε βάθος 40 εκατοστών, που δείχνει ότι η γη έχει μειωθεί από τότε.
Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική θαλάσσια εγκοπή στους απότομους βράχους σε ύψος 3,4 μέτρων που χρονολογείται στο 300 π.Χ.
Η γη πρέπει, συνεπώς, έχει αυξηθεί περίπου 3,8 μέτρα μεταξύ 300 π.Χ. και την ρωμαϊκή περίοδο. Η κύρια πιθανή αιτία ήταν η μετακίνηση της γης από τον σεισμό του 222 π.Χ., που ισοπέδωσε τον Κολοσσό της Ρόδου και ήταν η μεγαλύτερη μετακίνηση του εδάφους στην περιοχή κατά τα τελευταία 10.000 χρόνια.
Ήταν ένας ισχυρός σεισμός με κατ’ εκτίμηση μέγεθος 7,2R ( πιθανές συντεταγμένες επίκεντρου 36 Ν, 28 Ε) που κατέστρεψε το φάρο – άγαλμα του κολοσσού της Ρόδου, το φρούριο και την αποβάθρα.
Ωστόσο ο σεισμός δεν ήταν το μόνο γεγονός που συνέβη. Κατά τον Πολύβιο ναύσταθμοι καταστράφηκαν και αυτό έκανε μεταγενέστερους ερευνητές να υποθέσουν ότι κύματα τσουνάμι(που όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί γεωλογικά και ιστορικά) δημιουργήθηκαν και αναστάτωσαν την βόρεια ακτή της Ρόδου.
Ο σεισμός της Ρόδου το 222 Π.Χ., είχε επιπτώσεις όχι μόνο στο νησί της Ρόδου, αλλά και στο υπόλοιπο νοτιοανατολικό Αιγαίο.
Παρά την ολέθρια πτώση του, το μπρούντζινο σώμα του Κολοσσού βρισκόταν ήδη πάνω από 100 χρόνια σωριασμένο στο έδαφος, όταν ο Αντίπατρος της Σιδώνας, τον συμπεριέλαβε στον κατάλογό του με τα επτά θαύματα. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος ανέφερε χαρακτηριστικά: «…ακόμα και σωριασμένο στο έδαφος, παραμένει ένα θαύμα. Λίγοι άνθρωποι μπορούν να αγκαλιάσουν με τα μπράτσα τους τον αντίχειρα αυτής της μορφής, που τα δάχτυλά της είναι μεγαλύτερα από τα περισσότερα αγάλματα».
Λέγεται ότι 876 χρόνια μετά την κατάρρευση του Κολοσσού, οι Σαρακηνοί λεηλάτησαν τη Ρόδο και πούλησαν τον τεμαχισμένο Ήλιο ως μέταλλο. Έτσι το είδωλο του θεού που κάποτε έσωσε την πόλη από την ξένη εισβολή είχε μια μοίρα ανάλογη με εκείνη της πολιορκητικής μηχανής του Δημήτριου, που με την πώλησή της χρηματοδοτήθηκε η ανέγερση του Κολοσσού.
Το βάθρο του αγάλματος ήταν από λευκό μάρμαρο. Το ότι τα πόδια του Κολοσσού ήταν ενωμένα, σήμαινε ότι ο Χάρης έπρεπε να δώσει λύσεις σε αρκετά τεχνικά προβλήματα. Μετά την αγκύρωση των πελμάτων του αγάλματος στο βάθρο ύψους 12 μέτρων, ο Χάρης κατασκεύασε έναν τεράστιο σκελετό από πέτρινα υποστυλώματα και σιδερένιες ράβδους, πάνω στον οποίο προσαρμόστηκαν χυτά μπρούντζινα φύλλα. Ενώ επίσης είχε πάρει αποτελεσματικά μέτρα κατά του κινδύνου των ισχυρών ανέμων.
Το πρόβλημα που απασχόλησε εδώ και χρόνια ερευνητές είχε να κάνει με την θέση του Κολοσσού. Μια φράση ενός επιγράμματος, που ήταν χαραγμένο στη βάση του Κολοσσού, έκανε πολλούς να τον τοποθετήσουν «όχι μόνο πάνω από το πέλαγος αλλά και στη ξηρά» και για τον λόγο αυτό πολλοί υπέθεσαν ότι βρισκόταν στην είσοδο του λιμανιού με ανοιχτά τα σκέλη πατώντας με το ένα πόδι στο ένα άκρο του λιμανιού και με το άλλο στο απέναντι, ενώ ψηλά με σηκωμένο χέρι κρατούσε φως σαν φάρος για τα καράβια που περνούσαν να μπουν στο λιμάνι.
Σχετικά με τον σεισμό τελευταία επικρατεί η άποψη ότι ήταν ενδιάμεσου βάθους και όχι επιφανειακός όπως αρχικά είχε εκτιμηθεί. Κατά τον σεισμολόγο Γ. Παπαδόπουλο είναι πιθανότερο να συνέβη το 227 π.Χ.