Στην παρέμβαση της κυρίας Κλάπα αντέδρασε τόσο η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία, επικαλούμενη το Σύνταγμα, την Παγκόσμια Χάρτα του Δικαστή και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, σημείωσε ότι «δεν αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για το δικαστικό λειτουργό η κρίση που εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του» όσο και η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, σύμφωνα με την οποία «η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου για δικαιοδοτική κρίση δικαστικού λειτουργού και η ευρεία γνωστοποίησή της πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τελικά βλάπτει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την ίδια τη δημοκρατία, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τον θεσμό και τροφοδοτώντας την κακόβουλη και απαξιωτική συζήτηση περί δήθεν αδυναμίας και ανεπάρκειας των λειτουργών της.
Στο ίδιο ύφος ήταν και η ανακοίνωση της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, η οποία εξέφρασε την έντονη ανησυχία της για «το κλίμα εκφοβισμού που καλλιεργείται σε βάρος των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου».
Παράλληλα, η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Ελεγκτικού Συνεδρίου «αισθάνεται υποχρεωμένη να διακηρύξει τη θέση της ότι, υπό το υφιστάμενο πλέγμα εγγυήσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας, κοινό και υπερνομοθετικό, εθνικό και διεθνές, δεν νοείται ο δικαστικός λειτουργός να υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο για την, έστω εσφαλμένη, κρίση που εξέφερε κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών του καθηκόντων».
«Πυρά» και από το ΣτΕ: Η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών
«Έπειτα από τα πρόσφατα δημοσιεύματα περί διεξαγωγής πειθαρχικής προκαταρκτικής εξέτασης σε βάρος δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας υπενθυμίζει τα εξής:
Αποτελεί στοιχειώδη αρχή της έννομης τάξης της χώρας μας, αλλά και του νομικού πολιτισμού εν γένει, ότι ο δικαστικός λειτουργός κατά την εκφορά της δικαστικής του κρίσης, δεν υπόκειται κατ’ αρχήν σε πειθαρχικό έλεγχο. Η αρχή αυτή απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα και κατοχυρώνεται ρητά στον νόμο, ως σύμφυτη με τη δικαστική ανεξαρτησία και, συνακόλουθα, ως βασική εγγύηση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και δε γνωρίζει εξαιρέσεις άλλες από τις περιπτώσεις όπου η (δήθεν) δικαιοδοτική κρίση ορισμένου δικαστή αποκαλύπτεται, είτε ότι ήταν δόλια είτε ότι είναι προϊόν τέτοιας ακραίας αμέλειας, ώστε να συνιστά κατ’ ουσίαν αδιαφορία για την εκδίκαση της υπόθεσης, δηλαδή αρνησιδικία.
Κατά τα λοιπά, η δικαστική κρίση, ακόμα κι αν περιέχει νομικά ή πραγματικά σφάλματα, υπόκειται μόνον στα οικεία ένδικα μέσα και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να επισύρει πειθαρχική δίωξη του δικαστή που την εξέφερε. Σχετικοποίηση της αρχής αυτής, η οποία, με την εξαίρεση ανώμαλων πολιτειακών καταστάσεων, παγίως μέχρι σήμερα εφαρμόζεται, με το εν λόγω περιεχόμενο, από τα αρμόδια, εσωτερικά και διεθνή όργανα, θα έθετε σε σοβαρή διακινδύνευση την ύπαρξη του κράτους δικαίου και τη σταθερότητα της Δημοκρατίας.
Κατόπιν αυτών, παρακολουθούμε με ανησυχία φαινόμενα όπως η κίνηση της ανωτέρω πειθαρχικής διαδικασίας κατά δικαστικών λειτουργών για τη δικαιοδοτική τους κρίση, καθώς μάλιστα δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στη χώρα μας. Εξάλλου και το ίδιο το γεγονός της δημοσιοποίησης της εν λόγω διαδικασίας και ο τρόπος που έγινε, προκαλεί πρόσθετο σοβαρό προβληματισμό για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στην καλλιέργεια κλίματος πρόσφορου για το δικαστικό φρόνημα και για το κύρος της Δικαιοσύνης».
Αποτελεί στοιχειώδη αρχή της έννομης τάξης της χώρας μας, αλλά και του νομικού πολιτισμού εν γένει, ότι ο δικαστικός λειτουργός κατά την εκφορά της δικαστικής του κρίσης, δεν υπόκειται κατ’ αρχήν σε πειθαρχικό έλεγχο. Η αρχή αυτή απορρέει ευθέως από το Σύνταγμα και κατοχυρώνεται ρητά στον νόμο, ως σύμφυτη με τη δικαστική ανεξαρτησία και, συνακόλουθα, ως βασική εγγύηση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Γι’ αυτό και δε γνωρίζει εξαιρέσεις άλλες από τις περιπτώσεις όπου η (δήθεν) δικαιοδοτική κρίση ορισμένου δικαστή αποκαλύπτεται, είτε ότι ήταν δόλια είτε ότι είναι προϊόν τέτοιας ακραίας αμέλειας, ώστε να συνιστά κατ’ ουσίαν αδιαφορία για την εκδίκαση της υπόθεσης, δηλαδή αρνησιδικία.