Ο Διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας επισκέφθηκε το Υποκατάστημα Ρόδου με αφορμή τη διοργάνωση εκεί του εκπαιδευτικού σεμιναρίου της Τράπεζας με θέμα «Κοινή διαδικασία ελέγχου (CCP) των συστημάτων επεξεργασίας χρηματικού».
Τον Διοικητή συνόδευε η Υποδιοικήτρια της ΤτΕ Χριστίνα Παπακωνσταντίνου, η Διευθύντρια του Γραφείου του κα Αλίκη Δουλή, ο Διευθυντής Χρηματικού της ΤτΕ Γεώργιος Γύπαρης και η Αν. Διευθύντρια της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού κα Μαρία Κουτσούκαλη.
Για την άψογη διοργάνωση του σεμιναρίου συνεργάστηκε το προσωπικό του Τμήματος Επιμόρφωσης της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού με το προσωπικό του Υποκαταστήματος και τους συναδέλφους της Διεύθυνσης Χρηματικού της ΤτΕ. Το σεμινάριο αποτελεί μία ακόμα ενέργεια και προσπάθεια της Διοίκησης της ΤτΕ και της Διεύθυνσης Χρηματικού να βελτιώσει και να εξορθολογήσει τις διαδικασίες επεξεργασίας και διαχείρισης χρηματικού αφουγκραζόμενη τις αλλαγές και τις μεταβολές του χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος αλλά και την αγωνία και τα προβλήματα των συναδέλφων.
Τον Διοικητή υποδέχθηκε η Διευθύντρια του Υποκαταστήματος Ρόδου κα Βασιλική Γλιαρμή, η οποία ανέφερε στον χαιρετισμό της ότι «αποτελεί μια ιδιαίτερη στιγμή για το Κατάστημα και για τους εργαζόμενους εκεί η επίσκεψη του κ. Διοικητή. Ταυτόχρονα αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός και για την ίδια τη Ρόδο. Ένα ακριτικό νησί, το οποίο εκτός των άλλων αντιπροσωπεύει, εδώ και δεκαετίες, έναν από τους σημαντικότερους πρεσβευτές του Τουρισμού της Πατρίδας μας».

Το Υποκατάστημα Ρόδου
Το Υποκατάστημα της Τράπεζας στη Ρόδο αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση. Βρίσκεται στο Μανδράκι, σε κεντρικότατο σημείο της πόλης, δίπλα σε εξίσου επιβλητικά κτίρια της ίδιας περίπου εποχής, έξω από τα τείχη της μεσαιωνικής πόλης και υπό το βλέμμα του Παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου, αποτελώντας αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας του νησιού.
Το κτίριο, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1930, κατασκευάστηκε την εποχή της ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα προκειμένου να στεγάσει το υποκατάστημα της Banca d’Italia στο νησί. Μετά την απελευθέρωση, το κτίριο μεταβιβάστηκε στο Ελληνικό Δημόσιο και το 1952 περιήλθε επισήμως στην κυριότητα της Τράπεζας.
Τα σχέδια της μελέτης είναι ανυπόγραφα και έχουν καταρτιστεί στη Ρώμη, όμως οι 11 διαφορετικές σχεδιαστικές προτάσεις που σώζονται στα αρχεία της Τράπεζας μαρτυρούν την ιδιαίτερη προσοχή που κατέβαλε ο Ιταλός αρχιτέκτονας ώστε να εντάξει το κτίριο στην αρχιτεκτονική της Ρόδου των ιπποτών.
Δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή στην πλούσια εσωτερική διακόσμηση, που παραπέμπει άμεσα στο μεσαιωνικό παρελθόν του νησιού, ενώ το μεγάλο υαλόφρακτο στο κέντρο της κεντρικής αίθουσας συναλλαγών, τα μαρμάρινα δάπεδα, τα ξύλινα γκισέ, η επίπλωση και τα φωτιστικά, επιχειρούν – και πετυχαίνουν – να ενώσουν το χθες με το σήμερα. Όλοι οι χώροι, οι τοιχογραφίες, οι οροφογραφίες, τα βιτρώ, τα ξύλινα έπιπλα και τα γκισέ είναι δουλεμένα με προσοχή και λεπτομέρεια.
Εσωτερικά, η διαρρύθμιση των χώρων ακολουθεί την ίδια τυπολογία με τα σύγχρονά του κτίρια, την οποία υιοθέτησαν και τα μεταγενέστερα ελληνικά τραπεζικά καταστήματα, δηλ. χώροι για θησαυροφυλάκια, αρχείο, βοηθητικοί χώροι στο υπόγειο, αίθουσα συναλλαγών, γραφείο διευθυντή και άλλα γραφεία στο ισόγειο, και κατοικία διευθυντή στον πρώτο όροφο με ανεξάρτητη είσοδο.
Το Υποκατάστημα της Ρόδου αποτελεί στοιχείο θαυμασμού και σημείο αναφοράς για την πόλη αλλά και το νησί της Ρόδου. Οι όποιες φθορές που υπέστη το κτίριο στη διάρκεια του χρόνου αποκαταστάθηκαν άψογα από την Τεχνική Υπηρεσία και την Υπηρεσία Συντήρησης Έργων Τέχνης της Τράπεζας της Ελλάδος.