Η Ελλάδα, ενώ είναι ο τρίτος μεγαλύτερος προορισμός κρουαζιέρας στη Μεσόγειο, αδυνατεί να επωφεληθεί οικονομικά από αυτήν στον βαθμό που το επιτυγχάνουν Ισπανία και Ιταλία. Και αυτό παρά το γεγονός ότι συγκεκριμένοι προορισμοί της, και ειδικότερα η Σαντορίνη και η Μύκονος, επιβαρύνονται δυσανάλογα από τις ημερήσιες εισροές επισκεπτών σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα.
Η στρεβλή αυτή εικόνα, που αποτυπώνεται στα στοιχεία της Διεθνούς Ένωσης Κρουαζιέρας (CLIA) αλλά και της Ελληνικής Ένωσης Εφοπλιστών Κρουαζιερόπλοιων, αναμένεται να επιδεινωθεί φέτος, καθώς παρά το γεγονός πως συνολικά η ελληνική αγορά αναμένεται να κινηθεί πτωτικά κατά 2% στις προσεγγίσεις πλοίων και κατά 3% σε αριθμό επιβατών, η ήδη βεβαρημένη από την κρουαζιέρα Σαντορίνη προβλέπεται να δεχθεί 130.000 περισσότερους επισκέπτες.
Σύμφωνα με την CLIA, οι άμεσες δαπάνες που πραγματοποιούν οι ταξιδιώτες κρουαζιέρας στην Ελλάδα ανήλθαν το 2017 στα 546 εκατ. ευρώ, ενώ Ιταλία και Ισπανία εισέπραξαν 5,4 δισ. και 1,4 δισ. αντίστοιχα.
Και αυτό, την ώρα που η βιομηχανία της κρουαζιέρας εκτιμάται πως συνέβαλε στην ευρωπαϊκή οικονομία με το ποσό-ρεκόρ ύψους 47,86 δισ. ευρώ το 2017, σύμφωνα με νέα στοιχεία που εξέδωσε η Διεθνής Ενωση Κρουαζιέρας (CLIA) στην ενημερωμένη έκθεση για την ευρωπαϊκή οικονομική συνεισφορά. Μια αύξηση κατά 16,9% σε σχέση με το 2015.
Η βιομηχανία κρουαζιερόπλοιων συνεχίζει να συμβάλλει σημαντικά στην οικονομία της Ευρώπης, αλλά όχι όσο θα ανέμενε κανείς στην οικονομία της Ελλάδας. Πέρυσι, οι άμεσες δαπάνες που προέκυψαν από την κρουαζιέρα έφτασαν τα 19,70 δισ. από 16,9 δισ. ευρώ το 2015. Η Ελλάδα όμως μπόρεσε να απορροφήσει μόλις το 0,6% αυτών των ποσών, παρά το ότι έχει πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στους επιβάτες και στα πλοία που δέχεται. Η αδυναμία ανάπτυξης νέων προορισμών και η απουσία παροχής υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας αποτελούν δύο από τις σοβαρότερες αιτίες.
Σε ενημέρωση που εξέδωσε αυτή την εβδομάδα ο πρόεδρος της Ένωσης Εφοπλιστών Κρουαζιερόπλοιων και Φορέων Ναυτιλίας, Θεόδωρος Κόντες, σημειώνει ότι αν και «το 2017 γνωρίσαμε την πλέον αισθητή μείωση των τελευταίων ετών της τάξεως περίπου 20% και τώρα, έπειτα από έρευνα σε εταιρείες και λιμάνια, φαίνεται ότι το 2018 θα υπάρξει περαιτέρω μείωση για τις μεν προσεγγίσεις περίπου 2% για τις δε επιβατοαφίξεις κατά 3,2%».